dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Achtung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ruf
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schätzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wertschätzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ansehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hochachtung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Respekt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ehre
Ⓦ
Ⓖ
…