dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
συσπείρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ansammlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσπείρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Salto
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσπείρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσπείρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenrollen
Ⓦ
Ⓖ
…