dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σύσπαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krampf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύσπαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύσπαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenziehen
Ⓦ
Ⓖ
…