dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γαλέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Galeere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάτεργο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Galeere
Ⓦ
Ⓖ
…