dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ραντεβού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verabredung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συνάντηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verabredung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάδειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verabredung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνέντευξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verabredung
Ⓦ
Ⓖ
…