dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ραστώνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trägheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ραστώνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Faulheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ραστώνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gemächlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…