dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διατήρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συντήρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τήρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ευδοκίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφύλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ποινή με αναστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)