dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προσάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einverleibung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anfügung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Annexion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beifügung
Ⓦ
Ⓖ
…