dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρόκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausscheidung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρόκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρόκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Qualifikation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρόκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorauswahl
Ⓦ
Ⓖ
…