dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πόρνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hure
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πόρνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dirne
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πόρνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prostituierte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πόρνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nutte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)