dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πεταλούδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmetterling
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεταλούδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flügelmutter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεταλούδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krawatte
Ⓦ
Ⓖ
…
πεταλούδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Falter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)