dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anschauung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überzeugung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuversicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ansicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Glaube
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)