dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πενία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Armut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πενιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Federstrich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πενία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Not
Ⓦ
Ⓖ
…