dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μετανάστευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πεζοπορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδοιπορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)