dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
νευραλγία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nervenschmerz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νευραλγία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuralgie
Ⓦ
Ⓖ
…