dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πρόσωπο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οπτασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
όψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φάτσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκφραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μούτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)