dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μονοτονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eintönigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονοτονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Monotonie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονοτονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stumpfsinn
Ⓦ
Ⓖ
…