dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gipfel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spitze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Scheitel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kapazität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Koryphäe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zungenspitze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κορυφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Oberteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)