dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατσαρόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Topf
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατσαρόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kochtopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατσαρόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kasserolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατσαρόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Suppentopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατσαρόλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schmortopf
Ⓦ
Ⓖ
…