dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ταμπεραμέντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Temperament
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοσυγκρασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Temperament
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
temperamentvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θερμόαιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
temperamentvoll
Ⓦ
Ⓖ
…