dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαθραία απασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schwarzarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παράνομη εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwarzarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αδήλωτη εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwarzarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λαθραία εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schwarzarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)