dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einsparung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewältigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ersparnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)