dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δύσπνοια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Atembeschwerden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύσπνοια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kurzatmigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύσπνοια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brustbeklemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύσπνοια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Atemnot
Ⓦ
Ⓖ
…