dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Probe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Versuch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Test
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anprobe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kostprobe
Ⓦ
Ⓖ
…
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erprobung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δόκιμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Probieren
Ⓦ
Ⓖ
…
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Untersuchung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Experiment
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prüfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prüfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Analyse
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)