dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Diversifizierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterscheidung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Variation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Differenzierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)