dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
δεσμώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gefangener
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αιχμάλωτος πολέμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriegsgefangener
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτικός κρατούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
politischer Gefangener
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προσωρινώς κρατούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Untersuchungsgefangener
Ⓦ
Ⓖ
…