dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensweise
Ⓦ
Ⓖ
…