dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δημοσκόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δημοσκόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demoskopie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δημοσκόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umfrage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δημοσκόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meinungsumfrage
Ⓦ
Ⓖ
…