dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kommission
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
αντιπροσωπεία της Επιτροπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abordnung der Kommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beschwerde an die Kommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιτροπή δεοντολογίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ethikkommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επιστημονικό επιτελείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Expertenkommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επιτροπή ΕΚ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommission EG
Ⓦ
Ⓖ
…
επιτροπή του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommission UNO
Ⓦ
Ⓖ
…
παραγγελιοδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommissionär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιτροπή ελέγχου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kontrollkommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Menschenrechtskommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
Επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Menschenrechtskommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τμήμα ανθρωποκτονιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mordkommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάθεση σχεδιασμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Planungskommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πρόεδρος της Επιτροπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Präsident der EG-Kommission
Ⓦ
Ⓖ
…
εξεταστική επιτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prüfungskommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κυβερνητική επιτροπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Regierungskommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιτροπή πολεοδομίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Städtebaukommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιτροπή περιβάλλοντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umweltkommission
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διερευνητική αποστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Untersuchungskommission
Ⓦ
Ⓖ
…