dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αυτοπειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstdisziplin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτοπειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstkontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτοπειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstzucht
Ⓦ
Ⓖ
…