dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αυτάρεσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstgefällig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υπερφίαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstgefällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψευδευλαβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstgefällig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αυταρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstgefälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αλαζονεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstgefälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…