dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διεύρυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αύξηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεγάλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεγέθυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergrößerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)