dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κέντημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κεντώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ασφυξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποπνίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασφυκτιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταπνίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πνίγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πνίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φλομώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πνιγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατασβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersticken
Ⓦ
Ⓖ
…