dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
χορήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απονομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παροχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
πιστοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kreditgewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διάθεση πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mittelgewährung
Ⓦ
Ⓖ
…
όροι παροχής βοήθειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Voraussetzung für die Beihilfegewährung
Ⓦ
Ⓖ
…