dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Annahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Akzeptanz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bezug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Akzept
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)