dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenwirkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reaktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Widerstand
Ⓦ
Ⓖ
…