dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
άλκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αλκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…