dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλητεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herumtreiberei
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αλητεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Landstreicherei
Ⓦ
Ⓖ
…