dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αγέλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Herde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αγέλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rudel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αγέλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Horde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)