dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αμαρτία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
αμάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)