dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hilfe für sozial Benachteiligte
Ⓦ
Ⓖ
…