dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αυτόνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonom
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυτοδιοίκητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonom
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αυτονομούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonom sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Gebiete Palästinas
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτόνομη κοινότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Körperschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Κοινότητα της Μαδρίτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Körperschaft Madrid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Κοινότητα της Βαλέντσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Körperschaft Valencia
Ⓦ
Ⓖ
…
Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Provinz Bozen
Ⓦ
Ⓖ
…
Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonome Provinz Trient
Ⓦ
Ⓖ
…
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autonomie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτονομιστικό κίνημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autonomiebewegung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυτονομιστικό κόμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autonomistische Partei
Ⓦ
Ⓖ
…