dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κυνηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Jäger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θηρευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jäger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)