dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Makler
Ⓦ
Ⓖ
…
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mittler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Agent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bürgerbeauftragte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Medium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ombudsmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mittelsmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlichter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμεσολαβητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vermittler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)