dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Haushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufnahme in den Haushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έκτακτος προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
außerordentliche Haushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έκτακτος προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außerordentlicher Haushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διορθωτικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berichtigungshaushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
γενικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gesamthaushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltsplan der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
προσαρτημένος προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltsplan der Unternehmen im Staatsbesitz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σχεδιασμός προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltsplanung
Ⓦ
Ⓖ
…
συμπληρωματικός προϋπολογισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachtragshaushaltsplan
Ⓦ
Ⓖ
…