dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επενδυτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ξένη επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausländische Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επένδυση στο εξωτερικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auslandsinvestition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άμεση επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Direktinvestition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ασύμφορη επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fehlinvestition
Ⓦ
Ⓖ
…
βιομηχανική επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Industrieinvestition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διεθνής επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
internationale Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινοτική επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investition der Gemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
τράπεζα επενδύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsbank
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενισχύσεις για επενδύσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsbeihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προώθηση των επενδύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsförderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόστος της επένδυσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Investitionskosten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επενδυτικές πιστώσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionskredit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επενδυτική πολιτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionspolitik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επενδυτικό πρόγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Investitionsprogramm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πρόγραμμα επενδύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Investitionsprogramm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εγγύηση των επενδύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsschutz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επενδυτικό σχέδιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsvorhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κανόνες επενδύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investitionsvorschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δημόσια επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentliche Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
ιδιωτική επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
private Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regionale Investition
Ⓦ
Ⓖ
…