dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ενεργειακός ανεφοδιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energieversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενεργειακός εφοδιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energieversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ενεργειακή διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diversifizierung der Energieversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενεργειακή ανεξαρτησία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unabhängigkeit in der Energieversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…