dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διαστημόπλοιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Raumfahrzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαστημικό όχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Raumfahrzeug
Ⓦ
Ⓖ
…