dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αντιπρόσωπος πωλήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Außendienstmitarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντιπρόσωπος πωλήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alleinvertreter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιπρόσωπος πωλήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Außendienstmitarbeiterin
Ⓦ
Ⓖ
…