dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ελεύθερος επαγγελματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstständiger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ανεξάρτητος επαγγελματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstständiger Beruf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανεξάρτητο εμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstständiger Handel
Ⓦ
Ⓖ
…